- ξενολόγος
- ξενολόγος, -ον (Α)αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενολόγοις — ξενόλογος enlisting mercenaries masc/fem/neut dat pl ξενολόγος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενολόγου — ξενόλογος enlisting mercenaries masc/fem/neut gen sg ξενολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενολόγους — ξενόλογος enlisting mercenaries masc/fem acc pl ξενολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενολόγῳ — ξενόλογος enlisting mercenaries masc/fem/neut dat sg ξενολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξενολογία — ξενολογία, ἡ (Α) [ξενολόγος] 1. η στρατολογία ξένων μισθοφόρων 2. παράξενη ή αιρετική άποψη … Dictionary of Greek
ξενολογώ — ξενολογῶ, έω (Α) [ξενολόγος] 1. στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ ἐξενολόγει», ΠΔ) 2. φρ. «ξενολογῶ ἔλεον παρά τινος» ζητώ συμπάθεια από κάποιον ξένο … Dictionary of Greek